- αλεποσύνη
- και αλουποσύνη [αλεπός]αλεπουδίσια πανουργία, πονηριά, δολιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεπός — και αλουπός, ο η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀλωπός «όμοιος με αλεπού» η λ. ως ουσιαστ.. με τη σημασία «αλεπού», απαντά ήδη στον Ηρωδιανό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπας, αλέπι, αλεποσύνη] … Dictionary of Greek